- ἀποκαθεύδω
- ἀπο-καθ-εύδω, (1) auswärts, außer dem Hause schlafen. (2) bei etwas einschlafen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποκαθεύδω — ἀποκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι 2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου 3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον 4. αδιαφορώ για κάτι … Dictionary of Greek
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek